- υποϊωδιώδης
- -ες, Νφρ.1. «υποϊωδιώδες οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση τού ιωδίου, πολύ ασθενές μονοβασικό οξύ, ασταθές σε ελεύθερη κατάσταση2. «υποϊωδιώδη άλατα»χημ. τα άλατα τού παραπάνω οξέος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.